κηρώδης

κηρώδης
κηρ-ώδης, ες, wachsartig, wächsern

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηρώδης — wax like masc/fem acc pl (attic epic doric) κηρώδης wax like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κηρώδης wax like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρώδης — ες (Α κηρώδης, ώδες) [κηρός] αυτός που μοιάζει με κερί, κέρινος, κηροειδής …   Dictionary of Greek

  • κηρωδέστερον — κηρώδης wax like adverbial comp κηρώδης wax like masc acc comp sg κηρώδης wax like neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρώδη — κηρώδης wax like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κηρώδης wax like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κηρώδης wax like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρῶδες — κηρώδης wax like masc/fem voc sg κηρώδης wax like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρώδεις — κηρώδης wax like masc/fem acc pl κηρώδης wax like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιπόκηρος — Κηρώδης ουσία που προκύπτει από την αλλοίωση των λεπιδίων κατά την αποσύνθεση των πτωμάτων. Λέγεται και πτωματόκηρος …   Dictionary of Greek

  • κηρώδους — κηρώδης wax like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… …   Dictionary of Greek

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”